Διήγημα. Μια γυναίκα στέκεται όρθια, όπως κάθε μέρα, στο μπροστινό δωμάτιο του σπιτιού της, δίπλα στη μεγάλη μπαλκονόπορτα που έχει θέα τον χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων μετά τη Φρίντριχ Στράσε. Η κουρτίνα είναι τραβηγμένη έτσι ώστε να μπορεί να κρύβεται πίσω της και να κρυφοκοιτάζει, με την ψευδαίσθηση ότι δεν γίνεται αντιληπτή. Τώρα όμως συλλαμβάνει τον εαυτό της να διερωτάται πού πήγαν οι τρεις νεαροί άντρες οι οποίοι παραμόνευαν μέσα στο λευκό Βάρτμπουργκ, γιατί χτες βράδυ την είχαν στήσει εκεί έξω μέχρι αργά και σήμερα το πρωί είχαν γίνει καπνός; Ωστόσο, προτού η ίδια προλάβει να επιδοθεί σε έναν ακόμα ατέλειωτο εσωτερικό μονόλογο, προτού στοχαστεί για μια ακόμα φορά «εκείνη την άλλη γλώσσα» που στο μέλλον θα της επιτρέψει να εκφράσει τον υπαρξιακό τρόμο, οι μυστικοί της Στάζι εμφανίζονται και πάλι κοντά στην πόρτα της. Το διαμέρισμα, η τηλεφωνική γραμμή, οι διαδρομές μέσα στην πόλη της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας, μιας συγγραφέως από το Ανατολικό Βερολίνο, βρίσκονται υπό διαρκή παρακολούθηση και επιτήρηση. Αλλά στο τέλος αποδεικνύεται ότι το σύστημα παρουσιάζει κάποια κενά, που αφήνουν ανοιχτό ένα παράθυρο στην ελπίδα. 80 σελ. 2€